- φράσδω
- φράσδω, [dialect] Dor. for φράζω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φράσδω — Α βλ. φράζω (Ι) … Dictionary of Greek
φράσδω — φράσσω fence in pres subj act 1st sg (doric) φράσσω fence in pres ind act 1st sg (doric) φράζω point out pres subj act 1st sg (doric aeolic) φράζω point out pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek